- ὡσιωμένως
- ὡσιωμένως, Adv. part. [tense] pf. [voice] Pass. of ὁσιόω,A = ὁσίως, Poll.1.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωσιωμένως — Α επίρρ. κατά τρόπο όσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ὠσιωμένος τού ρ. ὀσιῶ, όω] … Dictionary of Greek